ονομάτιση

ονομάτιση
η
ονοματοθεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ονοματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικόν Νομοτεχνικόν Λεξικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ονομασία — η (ΑΜ ὀνομασία) [ονομάζω] 1. η ενέργεια τού ονομάζω, κλήση κάποιου με το όνομά του, ονομάτιση, κατονομασία 2. απονομή τίτλου, διορισμός («η ονομασία τών νέων ανθυπολοχαγών») νεοελλ. το αποτέλεσμα τού ονομάζω, το όνομα αρχ. 1. κατάταξη, ταξινόμηση …   Dictionary of Greek

  • ονομασμός — ὀνομασμός, ὁ (Μ) [ονομάζω] ονομάτιση …   Dictionary of Greek

  • ονόμασμα — το (Α ὀνόμασμα) [ονομάζω] ονομάτιση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”